υφαρμυρίζω

υφαρμυρίζω
υφαρμύρισα, αμτβ., είμαι υφάρμυρος (βλ. λ.), έχω γεύση υφάρμυρη, γλυφίζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υφαλμυρίζω — ὑφαλμυρίζω, ΝΑ, και υφαρμυρίζω Ν (αμτβ.) είμαι κάπως αλμυρός, έχω αλμυρή γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἁλμυρίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”